αστράφτω

αστράφτω
(AM ἀστράπτω)
1. απρόσ. αστράφτει
φαίνεται αστραπή στον ουρανό
2. (προσ.) ρίχνω αστραπές, αστραποβολώ («αυτός π' αστράφτει και βροντά και συννεφιά και βρέχει», «Οὐλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα», Αριστοφ.)
3. λάμπω σαν αστραπή («αστράφτει το σπίτι της» «κατάχαλκον πεδίον ἀστράπτει»
Ευρ.)
4. (για πρόσωπα) λάμπω, ξεχωρίζω ανάμεσα στους άλλους, είμαι στην ακμή της δόξας μου
νεοελλ.
1. χτυπώ κάποιον δυνατά και ξαφνικά («του άστραψα ένα χαστούκι»)
2. φρ. α) «του άστραψε κληρονομιά» — κληρονόμησε κάτι που δεν το περίμενε
β) «μου άστραψε να φύγω» — αποφάσισα ξαφνικά να φύγω
αρχ.
φωτίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ετυμολ. της λ. αστραπή.
ΠΑΡ. νεοελλ. άστραμμα, αστραφτερός.
ΣΥΝΘ. απαστράπτω, εξαστράπτω
αρχ.
ανταστράπτω, απαστράπτω, διαστράπτω, επαστράπτω, καταστράπτω, προσαστράπτω, υπαστράπτω, υπεραστράπτω
(αρχ.μσν.) εναστράπτω, περιαστράπτω
μσν.
αναστράπτω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αστράφτω — αστράφτω, άστραψα βλ. πίν. 15 (και ως απρόσ. αστράφτει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αστράφτω — αψα 1. βγάζω αστραπές: Πάλι άστραφτε χτες τη νύχτα. 2. λάμπω, γυαλίζω, λαμποκοπώ: Τα έκανες τα μπρούντζα κι αστράφτουν. 3. δίνω χτύπημα: Του άστραψε ένα χαστούκι που είδε τον ουρανό με τ άστρα. 4. «αστράφτω και βροντώ», βρίσκομαι στις δόξες μου,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστράπτω — αστράφτω* …   Dictionary of Greek

  • αμαρύσσω — ἀμαρύσσω (Α) (ενεργ. και μεσ.) αστράφτω, λάμπω, σπινθηροβολώ, ακτινοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ προθεματικό και θ. μαρ (πρβλ. μαρμαίρω «φωτίζω, αστράφτω») + επίθημα ύσσω (πρβλ. θωΰσσω «γαβγίζω»). ΠΑΡ. αρχ. ἀμάρυγμα αρχ. μσν. ἀμαρυγή μσν. ἀμάρυξις] …   Dictionary of Greek

  • γανώ — γανῶ ( άω) (Α) 1. (για μέταλλα) λάμπω, αστράφτω 2. (για ανθρώπους) λάμπω από χαρά 3. (για φυτά) θάλλω («νάρκισσον γανόωντα», Όμ.) 4. γυαλίζω, στιλβώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού γάνυμαι*, με θέμα που λήγει σε έρρινο, αλλά χωρίς την… …   Dictionary of Greek

  • επαστράπτω — ἐπαστράπτω (Α) 1. αστράφτω πάνω σε κάτι ή απλώς αστράφτω («ἐνίοις ἐπήστραψε δεξιόν», Πλούτ., «σπινθῆρας ἐπαστράπτουσα», Νόνν.) 2. λάμπω …   Dictionary of Greek

  • στράφτω — Ν αστράφτω («κάθεται σα ζγουραφιστός και στράφτει μέσ στα κάλλη» Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αστράφτω, με σίγηση τού αρκτικού α (πρβλ. αστραπή: στραπή)] …   Dictionary of Greek

  • συνεκλάμπω — ΜΑ αστράφτω, ακτινοβολώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλάμπω «αστράφτω, ακτινοβολώ»] …   Dictionary of Greek

  • άστραμμα — το [αστράφτω] η αστραπή …   Dictionary of Greek

  • αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”